- παρεῖν'
- παρεῖναι , πάρειμι 1sumpres inf actπαρεῖναι , παρίημιlet fall at the sideaor inf actπαρεῖναι , παρίημιlet fall at the sideaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικωμάζω — ἐπικωμάζω (Α) [επίκωμος] 1. περιφέρομαι στους δρόμους μαζί με άλλους κωμαστές τραγουδώντας και διασκεδάζοντας 2. ορμώ κάπου με συνοδεία άλλων κωμαστών («ὅτε δὲ τῶν νεωτέρων αἴσθοιτό τινας συνευωχουμένους ὅπου δήποτε,... παρεῑν ἐπικωμάζων», Πολ.)… … Dictionary of Greek
λιπαρεῖν — λῑπαρεῖν , λιπαρέω persist pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσλιπαρεῖν — προσλιπαρέω keep close to pres inf act (attic epic doric) προσλῑπαρεῖν , προσλιπαρέω keep close to pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)